ποικίλλων

ποικίλλων
ποικίλλω
work in various colours
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”